κατατακτήριος

κατατακτήριος
-α, -ο
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάταξη: Θα δώσει κατατακτήριες εξετάσεις.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • κατατακτήριος — α, ο 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην κατάταξη 2. φρ. «κατατακτήριες εξετάσεις» οι εξετάσεις στις οποίες υποβάλλονται οι μαθητές για να καταταγούν στην τάξη που αναλογεί στους τίτλους και στις γνώσεις τους. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατατάσσω. Η λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”